- γυναικόφιλος
- -ο1. φίλος τών γυναικών2. φεμινιστής.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
γυναικόφιλος — ο ο υποστηρικτής των γυναικών, ο φεμινιστής: Ο άντρας της είναι γυναικόφιλος και τη βοηθά στις δουλειές του σπιτιού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γυναίκα — Ο άνθρωπος θηλυκού γένους. Με τον όρο γ. υποδηλώνεται επίσης η ώριμη για γάμο νέα. Στο ελληνικό Σύνταγμα του 1975 υπάρχει διάταξη (άρ. 4, παρ. 2) σύμφωνα με την οποία «οι Έλληνες και οι Ελληνίδες έχουν ίσα δικαιώματα και υποχρεώσεις». Με τη… … Dictionary of Greek
φίλος — ίλεος, τὸ, Α φιλία. [ΕΤΥΜΟΛ. Αμφβλ. τ. που μπορεί να θεωρηθεί ως μεταπλασμένος τής λ. φιλία, κατά τα σιγμόληκτα ουδ. μῖσος, νεῖκος]. η, ο / φίλος, η, ον, ΝΜΑ, θηλ. και φίλαινα Ν, θηλ. και ος Α 1. αγαπητός, προσφιλής (α. «φίλο έθνος» β. «μηκέτι,… … Dictionary of Greek
ԿՆԱՍԷՐ — (սիրի, րաց.) NBH 1 1104 Chronological Sequence: Early classical, 6c, 13c ա. γυναικοφίλος mulierum amator. Իգասէր. կնամոլի. *Կնասէր գոլով սողոմոն՝ յաճախեաց առնուլ իւր կանայս. նխ. ՟Գ. Թագ.: *Կնասէրք ʼի խառնակութիւն մոլեալք. Փիլ. ՟ժ. բան.: *Ասեն, թէ … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)